λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek
παμφύγδην — και δ. γρφ. παμφύρδην (Α) επίρρ. σε πλήρη φυγή, με ολοσχερή ήττα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θ. φυγ τού φεύγω (πρβλ. φυγή) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην)] … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Ιερεμίας — I (Αναθώθ, Βασίλειο του Ιούδα 650 π.Χ. – Αίγυπτος περ. 590 π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν ο δεύτερος κατά σειρά από τους μείζονες προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Εμφανίστηκε στον δημόσιο βίο το 626 π.Χ., σε πολύ νεαρή ηλικία. Πολλά από τα κηρύγματά… … Dictionary of Greek
Καρχηδόνα — Αρχαία πόλη της Αφρικής. Ιδρύθηκε από Φοίνικες αποίκους της Τύρου και της Κύπρου πιθανώς το 814 π.Χ., 18 χλμ. ΒΑ της σημερινής Τύνιδας. Η παράδοση αναφέρει ότι επικεφαλής τους ήταν η βασίλισσα της Τύρου Έλισα (η Διδώ του Βιργίλιου), που έφυγε από … Dictionary of Greek
Μόσταρτ, Γιαν — (Jan Mostaert, Χάρλεμ περ. 1475 – 1555/56). Ολλανδός ζωγράφος. Διετέλεσε για 18 συνεχή χρόνια ζωγράφος στην αυλή της Μαργαρίτας της Αυστρίας. Συγκαταλέγεται στην κατηγορία των Ολλανδών ζωγράφων, που φιλοτέχνησαν τα έργα τους, ακολουθώντας την… … Dictionary of Greek
Σουνγκ — Δυναστεία της Κίνας, η οποία άκμασε από το 960 έως το 1279. Διακρίνεται στη δυναστεία των Βόρειων Σ. ή κυρίως Σ., της οποίας ιδρυτής υπήρξε ο Τσάο Κουάνγκγιν και η οποία καταλύθηκε μετά την ολοσχερή κατάκτηση της Κίνας από τον Κουμπλάι Χαν, και… … Dictionary of Greek
διαποτίζω — διαπότισα, διαποτίστηκα, διαποτισμένος 1. μουσκεύω, διαβρέχω: Η υγρασία διαπότισε όλο το σπίτι. 2. μτφ., επηρεάζω με τρόπο ολοσχερή και καταλυτικό: Διαποτίστηκε από φασιστικές ιδέες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)